- κόμπαζε
- κομπάζωboastpres imperat act 2nd sgκομπάζωboastimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόμπαζ' — κόμπαζε , κομπάζω boast pres imperat act 2nd sg κόμπαζε , κομπάζω boast imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπάζω — (ΑM κομπάζω) [κόμπος] καυχιέμαι χωρίς να τό αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία τού γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ εἰ λάβοις», Σοφ.) αρχ. 1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω… … Dictionary of Greek
Τζιβιτζής, Χουσεΐν — Τούρκος της Κρήτης, ονομαστός για τη θηριωδία του. Έδρασε στο Aμάρι. Κόμπαζε, ότι είχε σκοτώσει περισσότερους από 100 χριστιανούς, ανάμεσα στους οποίους και τον οπλαρχηγό Πωλέντα. Ο T., που ήταν ακόλαστος και μέθυσος, σκοτώθηκε σε ενέδρα… … Dictionary of Greek